- παρέβαλον
- παραβάλλωthrow besideaor ind act 3rd plπαραβάλλωthrow besideaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… … Dictionary of Greek